Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > decano
decano
Académico u oficial administrativo de medio nivel a cargo de una unidad administrativa.
0
0
Βελτίωση
- Μέρος του λόγου: noun
- Συνώνυμο(α):
- Blossary:
- Κλάδος/Τομέας: Εκπαίδευση
- Category: Higher education
- Company: Common Data Set
- Προϊόν:
- Ακρώνυμο-συντόμευση:
Άλλες γλώσσες:
Τι θέλετε να πείτε;
Ορολογία Ειδήσεων
Featured Terms
Κλάδος/Τομέας: Medical Category: Medical research
años de ciencias básicas
Frase que generalmente se refiere a los dos años iniciales dentro del programa de estudio de la carrera médica. Sin embargo, en algunas facultades, ...
Συμβάλλων
Διακεκριμένα γλωσσάρια
MihaelaMrg
0
Όροι
1
Γλωσσάρια
0
Οπαδοί
Basic Glossary of English-Romanian Legal Terms
Κατηγορία: Νομική 1 1 Όροι
Browers Terms By Category
- Μυθιστόρημα(910)
- General literature(746)
- Poetry(598)
- Chilldren's literature(212)
- Bestsellers(135)
- Διηγήματα(127)
Λογοτεχνία(3109) Terms
- Aeronautics(5992)
- Air traffic control(1257)
- Airport(1242)
- Aircraft(949)
- Aircraft maintenance(888)
- Powerplant(616)
Aviation(12294) Terms
- Λεξιλόγιο SAT(5103)
- Κολέγια & Πανεπιστήμια(425)
- Teaching(386)
- Γενική εκπαίδευση(351)
- Higher education(285)
- Γνώση(126)