Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > aceites esenciales

aceites esenciales

Volatile oils in aromatic plants which give the characteristic odor or flavor to the plant. Often used in fragrances and flavorings.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Agriculture
  • Category: General agriculture
  • Company: USDA
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Francisca Bittner
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 8

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Events Category: Disasters

Chernobyl

Desastre ocurrido en la central eléctrica de Chernobyl en 1986, donde uno de los cuatro reactores nucleares de la planta explotó, resultando al menos ...

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Pancakes

Κατηγορία: Food   2 17 Όροι

Wine

Κατηγορία: Food   1 20 Όροι