Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > materia prima

materia prima

Raw material used in an industrial process, like the production of biofuel

0
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Sysop02
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 1

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Translation & localization Category: Translation

español

El español es un idioma que proviene de España y que se habla en muchos otros países.

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Teresa's gloss of general psychology

Κατηγορία: Εκπαίδευση   2 4 Όροι

Mental Disorders

Κατηγορία: Health   3 20 Όροι