Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > materia
materia
Anything that has mass and occupies space.
0
0
Βελτίωση
- Μέρος του λόγου: noun
- Συνώνυμο(α):
- Blossary:
- Κλάδος/Τομέας: Biology
- Category: Cell biology
- Company:
- Προϊόν:
- Ακρώνυμο-συντόμευση:
Άλλες γλώσσες:
Τι θέλετε να πείτε;
Ορολογία Ειδήσεων
Featured Terms
pandiculación
La acción de desperezarse y bostezar.
Συμβάλλων
Διακεκριμένα γλωσσάρια
Teresa Pelka
0
Όροι
3
Γλωσσάρια
6
Οπαδοί
Teresa's gloss of general psychology
Κατηγορία: Εκπαίδευση 2 4 Όροι
Browers Terms By Category
- Legal documentation(5)
- Technical publications(1)
- Marketing documentation(1)
Documentation(7) Terms
- Biochemistry(4818)
- Molecular biology(4701)
- Microbiology(1476)
- Ecology(1425)
- Toxicology(1415)
- Cell biology(1236)
Biology(22133) Terms
- Misc restaurant(209)
- Culinary(115)
- Fine dining(63)
- Diners(23)
- Coffehouses(19)
- Cafeterias(12)
Restaurants(470) Terms
- Φυσικό αέριο(4949)
- Άνθρακας(2541)
- Πετρέλαιο(2335)
- Αποτελεσματικότητα ενέργειας(1411)
- Ατομική ενέργεια(565)
- Αγορά ενέργειας(526)
Ενέργεια(14403) Terms
- Electricity(962)
- Gas(53)
- Sewage(2)