Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > flexibilidad
flexibilidad
Being able to move easily for daily activity and exercise without tightness, soreness, or injury. A tight muscle is a weak muscle.
0
0
Βελτίωση
Άλλες γλώσσες:
Τι θέλετε να πείτε;
Ορολογία Ειδήσεων
Featured Terms
Κλάδος/Τομέας: Cinema Category: Film types
Disney en China
Disney ha anunciado que llevará sus afamadas películas al mercado chino de cable. El acuerdo proveerá películas de Disney, tanto nuevas como clásicas, ...
Συμβάλλων
Διακεκριμένα γλωσσάρια
Timmwilson
0
Όροι
22
Γλωσσάρια
6
Οπαδοί
Individual Retirement Account (IRA)
Κατηγορία: Εκπαίδευση 1 5 Όροι
stanley soerianto
0
Όροι
107
Γλωσσάρια
6
Οπαδοί
Top 10 Most Venomous Snakes
Κατηγορία: Animals 1 10 Όροι
Browers Terms By Category
- Δημοσιογραφία(537)
- Τύπος(79)
- Δημοσιογραφία έρευνας(44)
Ειδήσεις(660) Terms
- Organic chemistry(2762)
- Toxicology(1415)
- General chemistry(1367)
- Inorganic chemistry(1014)
- Atmospheric chemistry(558)
- Analytical chemistry(530)
Chemistry(8305) Terms
- Αλγόριθμοι & δομές(1125)
- Κρυπτογράφηση(11)
Υπολογιστές(1136) Terms
- Advertising(244)
- Event(2)