Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > flexibilidad

flexibilidad

Being able to move easily for daily activity and exercise without tightness, soreness, or injury. A tight muscle is a weak muscle.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Fitness
  • Category: Workouts
  • Company:
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

kokopelli
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 1

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Cinema Category: Film types

Disney en China

Disney ha anunciado que llevará sus afamadas películas al mercado chino de cable. El acuerdo proveerá películas de Disney, tanto nuevas como clásicas, ...

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Individual Retirement Account (IRA)

Κατηγορία: Εκπαίδευση   1 5 Όροι

Top 10 Most Venomous Snakes

Κατηγορία: Animals   1 10 Όροι