Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > fósil

fósil

Most commonly, an organism, a physical part of an organism, or an imprint of an organism that has been preserved from ancient times in rock, amber, or by some other means. New techniques have also revealed the existence of cellular and molecular fossils.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Αρχαιολογία
  • Category: Evolution
  • Company:
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Violeta Gil
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 9

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Μόδα Category: Μάρκες & ετικέτες

Victoria's Secret

A US retailer of premium quality women's fashion wear, lingerie and beauty products. Victoria's Secret is known for its annual fashion runway show, ...

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Christmas

Κατηγορία: Θρησκεία   1 11 Όροι

Basketball

Κατηγορία: Σπορ   1 20 Όροι