Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > halógeno

halógeno

A type of incandescent lamp with higher energy-efficiency that standard ones.

0
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

michael.cen
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 13

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Ανθρωποι Category: Actresses

Eva Longoria

(1975 -) Eva Jacqueline Longoria es una actriz y modelo estadounidense, conocido por su papel de Gabrielle Solis en la serie de televisión de ...

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Top 10 Famous News Channels Of The World

Κατηγορία: Ψυχαγωγία   2 10 Όροι

Languages of Africa

Κατηγορία: Κουλτούρα   1 15 Όροι