Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > kilovatio (kW)
kilovatio (kW)
Unidad de energía eléctrica equivalente a 1000 vatios o 1,341 caballos de fuerza.
0
0
Βελτίωση
- Μέρος του λόγου: noun
- Συνώνυμο(α):
- Blossary:
- Κλάδος/Τομέας: Natural environment
- Category: Water
- Company:
- Προϊόν:
- Ακρώνυμο-συντόμευση:
Άλλες γλώσσες:
Τι θέλετε να πείτε;
Ορολογία Ειδήσεων
Featured Terms
The Strokes
American rock band formed in 1998 in New York City, including Julian Casablancas, Nick Valensi, Albert Hammond, Jr., Nikolai Fraiture and Fabrizio ...
Συμβάλλων
Διακεκριμένα γλωσσάρια
Sanket0510
0
Όροι
22
Γλωσσάρια
25
Οπαδοί
10 Bizarre ways Dreams and Reality Intersect
Κατηγορία: Επιστήμη 1 1 Όροι
Browers Terms By Category
- ISO standards(4935)
- Six Sigma(581)
- Capability maturity model integration(216)
Quality management(5732) Terms
- Manufactured fibers(1805)
- Fabric(212)
- Sewing(201)
- Fibers & stitching(53)
Textiles(2271) Terms
- Lingerie(48)
- Underwear(32)
- Skirts & dresses(30)
- Coats & jackets(25)
- Trousers & shorts(22)
- Shirts(17)