Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > laringe

laringe

The uppermost part of the windpipe, the sphincter guarding the entrance to the trachea and functioning as the sound-producing organ of the throat.

0
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Marco Bustamante
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 6

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Video games Category: Fighting games

bloqueo

Una acción defensiva que mitiga o nulifica el daño recibido. A menudo sólo bloquea los ataques que vienen desde ciertos ángulos y puede ser ...

Συμβάλλων

Edited by

Διακεκριμένα γλωσσάρια

APEC

Κατηγορία: Politics   2 9 Όροι

Empresas Polar

Κατηγορία: Food   4 10 Όροι