Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > carnívoro

carnívoro

(1) an animal that eats primarily the flesh of other animals; (2) members of the mammalian order Carnivora (which include cats, dogs, skunks, raccoons, and bears).

0
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

kokopelli
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 1

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Tobacco Category: Cigarettes

cigarros electrónicos

cigarros electrónicos son correos que funcionan con baterías. Dependiendo del modelo o la marca, estos cigarrillos permiten a los usuarios inhalar ...

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

10 Best Bali Luxury Resorts

Κατηγορία: Travel   1 10 Όροι

Orthopedic

Κατηγορία: Επιστήμη   1 5 Όροι