Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > linfocito

linfocito

Una variedad de leucocito (glóbulo blanco) que interviene en la producción de anticuerpos y en el desarrollo de la inmunidad.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Υγεία
  • Category: General
  • Company:
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

jorbuacar
  • 0

    Όροι

  • 1

    Γλωσσάρια

  • 1

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Anatomy Category:

acnestis

The part of the body that cannot be reached (to scratch), usually the space between the shoulder blades.

Διακεκριμένα γλωσσάρια

10 Best Bali Luxury Resorts

Κατηγορία: Travel   1 10 Όροι

Orthopedic

Κατηγορία: Επιστήμη   1 5 Όροι