Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > miso
miso
A fermented soybean paste that may also contain rice, barley or wheat.
0
0
Βελτίωση
- Μέρος του λόγου: noun
- Συνώνυμο(α):
- Blossary:
- Κλάδος/Τομέας: Agriculture
- Category: General agriculture
- Company: USDA
- Προϊόν:
- Ακρώνυμο-συντόμευση:
Άλλες γλώσσες:
Τι θέλετε να πείτε;
Ορολογία Ειδήσεων
Featured Terms
Κλάδος/Τομέας: Αεροπορία Category: Διαστημόπλοια
transbordador espacial
Nave espacial reutilizable con alas desarrollado por la Administración Nacional de Aeronáutica y del Espacio de Estados Unidos (NASA) para misiones de ...
Συμβάλλων
Διακεκριμένα γλωσσάρια
marija.horvat
0
Όροι
21
Γλωσσάρια
2
Οπαδοί
The worst epidemics in history
Κατηγορία: Health 1 20 Όροι
Browers Terms By Category
- Capacitors(290)
- Resistors(152)
- Switches(102)
- LCD Panels(47)
- Power sources(7)
- Connectors(7)
Electronic components(619) Terms
- Authors(2488)
- Αθλητές(853)
- Politicians(816)
- Comedians(274)
- Personalities(267)
- Popes(204)
Ανθρωποι(6223) Terms
- Γενική νομική(5868)
- Contracts(640)
- Ευρεσιτεχνίες & εμπορικά σήματα(449)
- Legal(214)
- US law(77)
- European law(75)
Νομική(7373) Terms
- Zoological terms(611)
- Animal verbs(25)
Zoology(636) Terms
- Hand tools(59)
- Garden tools(45)
- General tools(10)
- Construction tools(2)
- Paint brush(1)