Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > miso

miso

A fermented soybean paste that may also contain rice, barley or wheat.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Agriculture
  • Category: General agriculture
  • Company: USDA
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Francisca Bittner
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 8

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Αεροπορία Category: Διαστημόπλοια

transbordador espacial

Nave espacial reutilizable con alas desarrollado por la Administración Nacional de Aeronáutica y del Espacio de Estados Unidos (NASA) para misiones de ...

Διακεκριμένα γλωσσάρια

The worst epidemics in history

Κατηγορία: Health   1 20 Όροι

Abandoned Places

Κατηγορία: Γεωγραφία   1 9 Όροι