Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > mudar

mudar

Despojar o quitar pelo, plumas, caparazón, cuernos o una capa exterior de la piel (insectos o serpientes) en un proceso de crecimiento o renovación periódica. Las partes que se despojan se reemplazan por un nuevo crecimiento.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Agriculture
  • Category: Rice science
  • Company: IRRI
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

michael.cen
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 13

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Travel Category: Cruise

Titanic

El barco de pasajeros que se hundió después de la legendaria chocar con un iceberg en su viaje inaugural desde Southampton Inglaterra a Nueva York en ...

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Grand Canyon

Κατηγορία: Travel   3 10 Όροι

Literally

Κατηγορία: Λογοτεχνία   3 20 Όροι