Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > cuantitativo

cuantitativo

The amount of a substance; measurable by assigning numerical value to indicate how many or how much.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Agriculture
  • Category: Rice science
  • Company: IRRI
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

LoveGod
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 4

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Fitness Category: Workouts

pandiculación

La acción de desperezarse y bostezar.

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Grand Canyon

Κατηγορία: Travel   3 10 Όροι

Literally

Κατηγορία: Λογοτεχνία   3 20 Όροι