Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > mortadela

mortadela

A large, seasoned, smoked Italian sausage made of ground pork, beef, and pork fat.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Agriculture
  • Category: General agriculture
  • Company: USDA
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Gabriela Lozano
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 7

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Μπαρ & νυχτερινά κέντρα Category:

club nocturno

Also known simply as a club, discothèque or disco is an entertainment venue which usually operates late into the night. A nightclub is generally ...

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Shoes

Κατηγορία: Μόδα   2 12 Όροι

The Sinharaja Rain Forest

Κατηγορία: Travel   1 20 Όροι