Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > muscalure

muscalure

A synthetic sex pheromone eliciting attraction of the female housefly, Musca domestica.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Agriculture
  • Category: General agriculture
  • Company: USDA
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

José Lobos
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 0

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Translation & localization Category: Terminology management

Mi Glosario

Mi Glosario permite a traductores autónomos, redactores técnicos y gestores de contenido almacenar, traducir y compartir glosarios personales en ...

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Tools

Κατηγορία: Other   1 20 Όροι

Civil Wars

Κατηγορία: Ιστορία   2 20 Όροι