Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > neurona

neurona

A specialized cell that can react to stimuli and transmit impulses. A neuron consists of a body which contains the nucleus; dendrites, which are short branches off the body that receive incoming impulses; and a long axon which carries impulses away from the body and to the next neuron.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Biology
  • Category: Zoology
  • Company: Berkeley
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Gabriela Lozano
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 7

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Construction Category: Architecture

rascacielos

A multi-storied building constructed on steel skeleton, combining extraordinary height with ordinary rooms such as would be found in low buildings, ...

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Text or Tweets Acronyms

Κατηγορία: Other   1 18 Όροι

The Asian Banker Awards Program

Κατηγορία: Business   1 5 Όροι