Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > pedigrí

pedigrí

A family tree diagram that shows how a particular genetic trait or disease has been inherited.

See also: inherit.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Biology
  • Category: Genome
  • Company: U.S. DOE
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

jorbuacar
  • 0

    Όροι

  • 1

    Γλωσσάρια

  • 1

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Fruits & vegetables Category: Fruits

pepino

A long, green, cylinder-shaped member of the gourd family with edible seeds surrounded by mild, crisp flesh. Used for making pickles and usually eaten ...

Διακεκριμένα γλωσσάρια

EMA, SmPC and PIL terms in EN, FI

Κατηγορία: Επιστήμη   2 4 Όροι

Notorious Gangs

Κατηγορία: Other   2 9 Όροι

Browers Terms By Category