Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > pepino

pepino

A long, green, cylinder-shaped member of the gourd family with edible seeds surrounded by mild, crisp flesh. Used for making pickles and usually eaten raw. Cucumbers have been cultivated for thousands of years.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Fruits & vegetables
  • Category: Fruits
  • Company:
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

michael.cen
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 13

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Anatomy Category: Human body

cerebelo

La porción del cerebro en la parte posterior de la cabeza, entre el cerebro y el tronco cefálico.

Συμβάλλων

Edited by

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Bridges in Belgrade, Serbia

Κατηγορία: Travel   1 3 Όροι

Top 15 Most Beautiful Buildings Around The World

Κατηγορία: Arts   1 7 Όροι