Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > plano

plano

That which adds breadth to a line; a level surface. Plane surface may be contrasted with depth. In sculpture, planes define the surfaces of solid elements, in contrast to empty spaces between. In on painting, leon battista alberti considers painting first as a matter of determining the proper way of depicting objects’ planar surfaces as they appear to the painter’s eye.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Art history
  • Category: Visual arts
  • Company:
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Giuliana Riveira
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 2

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Αστρονομία Category: Galaxy

bola de Navidad

La bola intergaláctica gigante de gas que flota en el espacio. Es el remanente de una explosión estelar masiva o supernova en la galaxia Gran Nube de ...

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Daisy

Κατηγορία: Animals   4 1 Όροι

Top Car Manufacture company

Κατηγορία: Autos   1 5 Όροι