Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > primer plano
primer plano
That part of a landscape or picture situated or represented as nearest the spectator.
0
0
Βελτίωση
- Μέρος του λόγου: noun
- Συνώνυμο(α):
- Blossary:
- Κλάδος/Τομέας: Εκπαίδευση
- Category: Λεξιλόγιο SAT
- Company:
- Προϊόν:
- Ακρώνυμο-συντόμευση:
Άλλες γλώσσες:
Τι θέλετε να πείτε;
Ορολογία Ειδήσεων
Featured Terms
Κλάδος/Τομέας: Μπαρ & νυχτερινά κέντρα Category:
club nocturno
Also known simply as a club, discothèque or disco is an entertainment venue which usually operates late into the night. A nightclub is generally ...
Συμβάλλων
Διακεκριμένα γλωσσάρια
Browers Terms By Category
- Advertising(244)
- Event(2)
Marketing(246) Terms
- Αλγόριθμοι & δομές(1125)
- Κρυπτογράφηση(11)
Υπολογιστές(1136) Terms
- Osteopathy(423)
- Acupuncture(18)
- Alternative psychotherapy(17)
- Ayurveda(9)
- Homeopathy(7)
- Naturopathy(3)