Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > propóleos
propóleos
A resinous substance obtained from beehives that is used traditionally as an antimicrobial. It is a heterogeneous mixture of many substances.
0
0
Βελτίωση
- Μέρος του λόγου: noun
- Συνώνυμο(α):
- Blossary:
- Κλάδος/Τομέας: Agriculture
- Category: General agriculture
- Company: USDA
- Προϊόν:
- Ακρώνυμο-συντόμευση:
Άλλες γλώσσες:
Τι θέλετε να πείτε;
Ορολογία Ειδήσεων
Featured Terms
Κλάδος/Τομέας: Translation & localization Category: Translation
ruso
El ruso es un idioma que se habla en Rusia y mucho otros países de la antigua Unión Soviética, que ya no existe.
Συμβάλλων
Διακεκριμένα γλωσσάρια
Browers Terms By Category
- General seafood(50)
- Shellfish(1)
Seafood(51) Terms
- Bridge(5007)
- Plumbing(1082)
- Carpentry(559)
- Architecture(556)
- Flooring(503)
- Home remodeling(421)
Construction(10757) Terms
- Όροι Nightclub(32)
- Ορολογία Μπαρ(31)
Μπαρ & νυχτερινά κέντρα(63) Terms
- Hats & caps(21)
- Scarves(8)
- Gloves & mittens(8)
- Hair accessories(6)
Fashion accessories(43) Terms
- Δορυφόροι(455)
- Διαστημόπλοια(332)
- Συστήματα ελέγχου(178)
- Space shuttle(72)