Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > propóleos

propóleos

A resinous substance obtained from beehives that is used traditionally as an antimicrobial. It is a heterogeneous mixture of many substances.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Agriculture
  • Category: General agriculture
  • Company: USDA
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Sysop02
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 1

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Translation & localization Category: Translation

ruso

El ruso es un idioma que se habla en Rusia y mucho otros países de la antigua Unión Soviética, que ya no existe.

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Christian Miracles

Κατηγορία: Θρησκεία   1 20 Όροι

Super Bowl XLIX

Κατηγορία: Σπορ   3 6 Όροι