Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > política pública
política pública
Un curso de acción elegido por oficiales del gobierno.
0
0
Βελτίωση
- Μέρος του λόγου: noun
- Συνώνυμο(α):
- Blossary:
- Κλάδος/Τομέας: Political systems
- Category: General
- Company:
- Προϊόν:
- Ακρώνυμο-συντόμευση:
Άλλες γλώσσες:
Τι θέλετε να πείτε;
Ορολογία Ειδήσεων
Featured Terms
Κλάδος/Τομέας: Εκπαίδευση Category: Teaching
habilidades orales
skills or abilities in oral speech, ability of speech, fluency in speaking
Συμβάλλων
Διακεκριμένα γλωσσάρια
Browers Terms By Category
- General packaging(1147)
- Bag in box(76)
Packaging(1223) Terms
- Εντομοκτόνα(2181)
- Οργανικά λιπάσματα(10)
- Λιπάσματα ποτάσας(8)
- Ζιζανιοκτόνα(5)
- Μυκητοκτόνα(1)
- Insecticides(1)
Γεωργικές χημικές ουσίες(2207) Terms
- Legal documentation(5)
- Technical publications(1)
- Marketing documentation(1)
Documentation(7) Terms
- Cultural anthropology(1621)
- Physical anthropology(599)
- Mythology(231)
- Applied anthropology(11)
- Αρχαιολογία(6)
- Ethnology(2)
Anthropology(2472) Terms
- Architecture(556)
- Interior design(194)
- Graphic design(194)
- Landscape design(94)
- Industrial design(20)
- Application design(17)