Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > renunciar
renunciar
Una separación de un empleado de un establecimiento que se inicia por el empleado, una separación voluntaria, una renuncia de un trabajo o posición.
0
0
Βελτίωση
- Μέρος του λόγου: noun
- Συνώνυμο(α):
- Blossary:
- Κλάδος/Τομέας: Labor
- Category: Labor statistics
- Company: U.S. DOL
- Προϊόν:
- Ακρώνυμο-συντόμευση:
Άλλες γλώσσες:
Τι θέλετε να πείτε;
Ορολογία Ειδήσεων
Featured Terms
Κλάδος/Τομέας: Αστρονομία Category: Galaxy
burbujas de la Vía Láctea
Las dos grandes burbujas con rayos gama de alta energía que sobresalen de la Vía Láctea. Cada una abarca 25000 años luz, casi el tamaño de la galaxia ...
Συμβάλλων
Διακεκριμένα γλωσσάρια
Screening Out Loud
0
Όροι
4
Γλωσσάρια
0
Οπαδοί
Screening Out Loud: ENG 195 Film
Κατηγορία: Ψυχαγωγία 1 18 Όροι
Browers Terms By Category
- Hand tools(59)
- Garden tools(45)
- General tools(10)
- Construction tools(2)
- Paint brush(1)
Tools(117) Terms
- Wedding gowns(129)
- Wedding cake(34)
- Grooms(34)
- Wedding florals(25)
- Royal wedding(21)
- Honeymoons(5)
Weddings(254) Terms
- Παγκόσμια ιστορία(1480)
- Israeli history(1427)
- Ιστορία της Αμερικής(1149)
- Medieval(467)
- Nazi Germany(442)
- Egyptian history(242)
Ιστορία(6037) Terms
- Γενική αστρολογία(655)
- Ζώδια(168)
- Προσωπικό ωροσκόπιο(27)