Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > muestra aleatoria

muestra aleatoria

Una muestra de que todos los miembros de toda la población tiene la misma probabilidad de ser seleccionado.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Sociology
  • Category: General sociology
  • Company: McGraw-Hill
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Gabriela Lozano
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 7

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Animals Category: Insects

catarina

pequeño escarabajo redondo de colores brillantes y lunares que por lo general se alimenta de pulgones y otros insectos plaga

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Indonesian Food

Κατηγορία: Food   2 11 Όροι

Islamic Religious

Κατηγορία: Θρησκεία   1 4 Όροι