Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > salmón

salmón

A meaty fish with firm, flavorful flesh. High in protein, the meat is an excellent source of Omega-3 fatty acids. It can often be found on our fresh fish menu, depending on season and availability.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Seafood
  • Category: General seafood
  • Company: Red Lobster
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

michael.cen
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 13

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Holiday Category: Festivals

Día Mundial de la Juventud

Día Mundial de la Juventud es un evento religioso que se celebra cada tres años. Abierto a jóvenes de todo el mundo, el Día Mundial de la Juventud ...

Συμβάλλων

Edited by

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Louis Vuitton Handbags

Κατηγορία: Μόδα   3 7 Όροι

TechTerms

Κατηγορία: Τεχνολογία   3 1 Όροι