Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > red social

red social

The social relationships and interconnectedness between and among people and entities in a society.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Agriculture
  • Category: General agriculture
  • Company: USDA
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

vhanedelgado
  • 0

    Όροι

  • 15

    Γλωσσάρια

  • 7

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Manufacturing Category: Glass

Gorilla Glass 4

Corning Incorporated anunció su última innovación en el diseño de material de electrónica de consumo, el revolucionario Corning® Gorilla® Glass 4, que ...

Διακεκριμένα γλωσσάρια

The Mortal Instruments: City of Bones Movie

Κατηγορία: Ψυχαγωγία   1 21 Όροι

Dota Characters

Κατηγορία: Ψυχαγωγία   2 9 Όροι