Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > síncope
síncope
A brief period of unconsciousness caused by insufficient blood supply to the brain.
0
0
Βελτίωση
- Μέρος του λόγου: noun
- Συνώνυμο(α):
- Blossary:
- Κλάδος/Τομέας: Ιατρικές συσκευές
- Category: Συσκευές καρδιακής υποστήριξης
- Company: Boston Scientific
- Προϊόν:
- Ακρώνυμο-συντόμευση:
Άλλες γλώσσες:
Τι θέλετε να πείτε;
Ορολογία Ειδήσεων
Featured Terms
Κλάδος/Τομέας: Translation & localization Category: Translation
chino
El chino es un idioma que se habla en China, un país muy grande de Asia. Hoy en día, hay muchos inmigrantes chinos en muchas partes del mundo.
Συμβάλλων
Διακεκριμένα γλωσσάρια
Marouane937
0
Όροι
58
Γλωσσάρια
3
Οπαδοί
8 of the Most Extreme Competitions On Earth
Κατηγορία: Ψυχαγωγία 3 8 Όροι
stanley soerianto
0
Όροι
107
Γλωσσάρια
6
Οπαδοί
Programming Languages
Κατηγορία: Languages 2 17 Όροι
Browers Terms By Category
- Επενδύσεις σε Τράπεζες(1768)
- Personal banking(1136)
- General banking(390)
- Mergers & acquisitions(316)
- Mortgage(171)
- Initial public offering(137)
Τραπεζική(4013) Terms
- Prevention & protection(6450)
- Fire fighting(286)
Fire safety(6736) Terms
- Radiology equipment(1356)
- OBGYN equipment(397)
- Συσκευές καρδιακής υποστήριξης(297)
- Clinical trials(199)
- Ultrasonic & optical equipment(61)
- Physical therapy equipment(42)
Ιατρικές συσκευές(2427) Terms
- General packaging(1147)
- Bag in box(76)
Packaging(1223) Terms
- Economics(2399)
- International economics(1257)
- International trade(355)
- Forex(77)
- Ecommerce(21)
- Economic standardization(2)