Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > torax

torax

El medio de las tres mayores partes del cuerpo de un insecto. Las patas y alas (si presenta) están siempre unidas al torax.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Animals
  • Category: Insects
  • Company:
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

michael.cen
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 13

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Travel Category: Cruise

Titanic

El barco de pasajeros que se hundió después de la legendaria chocar con un iceberg en su viaje inaugural desde Southampton Inglaterra a Nueva York en ...

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Andy Warhol

Κατηγορία: Arts   2 6 Όροι

Hard Liquor's famous brands

Κατηγορία: Food   2 11 Όροι