Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > segregación transgresiva

segregación transgresiva

Pattern of inheritance where progeny have a characteristic that falls outside of the range of either parent for that specific characteristic.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Agriculture
  • Category: General agriculture
  • Company: USDA
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Francisca Bittner
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 8

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Chemistry Category: General chemistry

fuerza

Entidad que se aplica cuando una masa la causa para acelerar. La Segunda Ley de Movimiento de Sir Isaac Newton establece: la magnitud de una ...

Διακεκριμένα γλωσσάρια

My Favourite Historic Places In Beijing

Κατηγορία: Travel   1 8 Όροι

Shanghai Free Trade Zone

Κατηγορία: Business   1 3 Όροι