Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > tsunami
tsunami
Un término japonés que se aöplica a grandes olas oceánicas causadas por movimientos en el fondo del mar relacionados con un terremoto o una erupción volcánica. Un tsunami es capaz de causar grandes destrozos en zonas costeras.
0
0
Βελτίωση
- Μέρος του λόγου: noun
- Συνώνυμο(α):
- Blossary:
- Κλάδος/Τομέας: Natural environment
- Category: Earthquake
- Company: University of Utah
- Προϊόν:
- Ακρώνυμο-συντόμευση:
Άλλες γλώσσες:
Τι θέλετε να πείτε;
Ορολογία Ειδήσεων
Featured Terms
mandíbula
La quijada inferior.
Συμβάλλων
Διακεκριμένα γλωσσάρια
Marouane937
0
Όροι
58
Γλωσσάρια
3
Οπαδοί
10 Architectural Structures that Nearly Defy Gravity
Κατηγορία: Ψυχαγωγία 2 10 Όροι
Browers Terms By Category
- Δημοσιογραφία(537)
- Τύπος(79)
- Δημοσιογραφία έρευνας(44)
Ειδήσεις(660) Terms
- Lingerie(48)
- Underwear(32)
- Skirts & dresses(30)
- Coats & jackets(25)
- Trousers & shorts(22)
- Shirts(17)
Apparel(222) Terms
- General seafood(50)
- Shellfish(1)
Seafood(51) Terms
- Cooking(3691)
- Fish, poultry, & meat(288)
- Spices(36)
Culinary arts(4015) Terms
- Film titles(41)
- Film studies(26)
- Filmmaking(17)
- Film types(13)