Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > tsunami

tsunami

Un término japonés que se aöplica a grandes olas oceánicas causadas ​​por movimientos en el fondo del mar relacionados con un terremoto o una erupción volcánica. Un tsunami es capaz de causar grandes destrozos en zonas costeras.

0
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Gabriela Lozano
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 7

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Υγεία Category: General

mandíbula

La quijada inferior.