Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > vulnerabilidad

vulnerabilidad

Un defecto explotable en una aplicación de software o sistema operativo que permite a los hackers acceder a los sistemas, obtener información o utilizarlos para sus propios fines.

0
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

LoveGod
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 4

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Natural environment Category: Earthquake

tsunami

Un término japonés que se aöplica a grandes olas oceánicas causadas ​​por movimientos en el fondo del mar relacionados con un terremoto o una erupción ...

Διακεκριμένα γλωσσάρια

List of highest grossing films

Κατηγορία: Μηχανική   1 3 Όροι

Famous criminals

Κατηγορία: Νομική   2 10 Όροι