Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > adobo
adobo
Un plato nacional de Filipinas de pollo cocido y carne de cerdo con leche de coco.
0
0
Βελτίωση
- Μέρος του λόγου: proper noun
- Συνώνυμο(α):
- Blossary:
- Κλάδος/Τομέας: Τροφιμα
- Category: Misc restaurant
- Company: Epricurious
- Προϊόν:
- Ακρώνυμο-συντόμευση:
Άλλες γλώσσες:
Τι θέλετε να πείτε;
Ορολογία Ειδήσεων
Featured Terms
Συμβάλλων
Διακεκριμένα γλωσσάρια
stanley soerianto
0
Όροι
107
Γλωσσάρια
6
Οπαδοί
Indonesia Famous Landmarks
Κατηγορία: Travel 2 6 Όροι
Browers Terms By Category
- Λεξιλόγιο SAT(5103)
- Κολέγια & Πανεπιστήμια(425)
- Teaching(386)
- Γενική εκπαίδευση(351)
- Higher education(285)
- Γνώση(126)
Εκπαίδευση(6837) Terms
- American culture(1308)
- Λαϊκή Κουλτούρα(211)
- Γενική κουλτούρα(150)
- Ανθρωποι(80)
Κουλτούρα(1749) Terms
- Osteopathy(423)
- Acupuncture(18)
- Alternative psychotherapy(17)
- Ayurveda(9)
- Homeopathy(7)
- Naturopathy(3)
Alternative therapy(489) Terms
- Organic chemistry(2762)
- Toxicology(1415)
- General chemistry(1367)
- Inorganic chemistry(1014)
- Atmospheric chemistry(558)
- Analytical chemistry(530)
Chemistry(8305) Terms
- Fuel cell(402)
- Capacitors(290)
- Motors(278)
- Generators(192)
- Circuit breakers(147)
- Power supplies(77)