Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > ampliación
ampliación
Una ampliación es una parte de una edificación (un cuarto o más) que se han agregado a la edificación existente y original.
0
0
Βελτίωση
- Μέρος του λόγου: noun
- Συνώνυμο(α): extension_₀
- Blossary: Architecture contemporaine
- Κλάδος/Τομέας: Architecture
- Category: Architecture contemporaine
- Company:
- Προϊόν:
- Ακρώνυμο-συντόμευση:
Άλλες γλώσσες:
Τι θέλετε να πείτε;
Ορολογία Ειδήσεων
Featured Terms
Κλάδος/Τομέας: Holiday Category: Observances
Día de Steve Jobs
Fue propuesto por la agencia digital de publicidad Studiocom, el día de Steve Jobs es en celebración de la grandeza que Jobs alcanzó durante su vida. ...
Συμβάλλων
Διακεκριμένα γλωσσάρια
Browers Terms By Category
- General boating(783)
- Sailboat(137)
- Yacht(26)
Boat(946) Terms
- Φυσικό αέριο(4949)
- Άνθρακας(2541)
- Πετρέλαιο(2335)
- Αποτελεσματικότητα ενέργειας(1411)
- Ατομική ενέργεια(565)
- Αγορά ενέργειας(526)
Ενέργεια(14403) Terms
- SSL certificates(48)
- Wireless telecommunications(3)
Wireless technologies(51) Terms
- Inorganic pigments(45)
- Inorganic salts(2)
- Phosphates(1)
- Oxides(1)
- Inorganic acids(1)
Inorganic chemicals(50) Terms
- Hair salons(194)
- Laundry facilities(15)
- Vetinary care(12)
- Death care products(3)
- Gyms(1)
- Portrait photography(1)