Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > altricial

altricial

Refers to animals with young that are unable to move on their own after hatching or birth, and require extensive parental care. Songbirds, dogs, and humans are examples of species with altricial young.

0
  • Μέρος του λόγου: adjective
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Biology
  • Category: Zoology
  • Company: Berkeley
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Gabriela Lozano
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 7

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Apparel Category: Coats & jackets

traje Mao

Simple blue jacket with buttons down the middle and several front pockets. The Mao suit was actually originally worn by Sun Yatsen, but became ...

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Translation

Κατηγορία: Languages   2 21 Όροι

10 Architectural Structures that Nearly Defy Gravity

Κατηγορία: Ψυχαγωγία   2 10 Όροι