Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > altruismo

altruismo

Consideración por el bienestar de los demás en vez de amor propio o egoísmo. Se utiliza para describir poblaciones humanas o animales.

0
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Francisca Bittner
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 8

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Apparel Category: Sportswear

burkini

Traje de baño diseñado para mujeres musulmanas, que cubre todo el cuerpo, exceptuando el rostro, las manos y los pies. A diferencia del traje de buzo, ...

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Airplane Disasters

Κατηγορία: Ιστορία   1 4 Όροι

Nautical

Κατηγορία: Other   1 20 Όροι