Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > atípico
atípico
No típico: diferente del tipo habitual o normal.
0
0
Βελτίωση
- Μέρος του λόγου: noun
- Συνώνυμο(α):
- Blossary:
- Κλάδος/Τομέας: Medical
- Category: Human genome
- Company: National Library of Medicine
- Προϊόν:
- Ακρώνυμο-συντόμευση:
Άλλες γλώσσες:
Τι θέλετε να πείτε;
Ορολογία Ειδήσεων
Featured Terms
Κλάδος/Τομέας: Medical Category: Medical research
medicina comunitaria
La especialidad que tiene a su cargo la salud y la enfermedad de una población o de una comunidad en particular. El objetivo es identificar los ...
Συμβάλλων
Διακεκριμένα γλωσσάρια
Browers Terms By Category
- Characters(952)
- Fighting games(83)
- Shmups(77)
- General gaming(72)
- MMO(70)
- Rhythm games(62)
Video games(1405) Terms
- Software engineering(1411)
- Productivity software(925)
- Unicode standard(481)
- Workstations(445)
- Computer hardware(191)
- Desktop PC(183)
Υπολογιστές(4168) Terms
- Βιομηχανική αυτοματοποίησης(1051)
Αυτόματες συσκευές(1051) Terms
- Φυσικό αέριο(4949)
- Άνθρακας(2541)
- Πετρέλαιο(2335)
- Αποτελεσματικότητα ενέργειας(1411)
- Ατομική ενέργεια(565)
- Αγορά ενέργειας(526)
Ενέργεια(14403) Terms
- Chocolate(453)
- Hard candy(22)
- Gum(14)
- Gummies(9)
- Lollies(8)
- Caramels(6)