Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > bífida
bífida
Dividido en dos lóbulos o partes iguales por una hendidura mediana.
0
0
Βελτίωση
- Μέρος του λόγου: noun
- Συνώνυμο(α):
- Blossary:
- Κλάδος/Τομέας: Medical
- Category: Human genome
- Company: National Library of Medicine
- Προϊόν:
- Ακρώνυμο-συντόμευση:
Άλλες γλώσσες:
Τι θέλετε να πείτε;
Ορολογία Ειδήσεων
Featured Terms
Κλάδος/Τομέας: Αρχαιολογία Category: Human evolution
laringe
The uppermost part of the windpipe, the sphincter guarding the entrance to the trachea and functioning as the sound-producing organ of the throat.
Συμβάλλων
Διακεκριμένα γλωσσάρια
zblagojevic
0
Όροι
5
Γλωσσάρια
2
Οπαδοί
Glossary of environmental education
Κατηγορία: Εκπαίδευση 1 41 Όροι
Browers Terms By Category
- Γενική αστρολογία(655)
- Ζώδια(168)
- Προσωπικό ωροσκόπιο(27)
Αστρολογία(850) Terms
- Digital Signal Processors (DSP)(1099)
- Test equipment(1007)
- Semiconductor quality(321)
- Silicon wafer(101)
- Components, parts & accessories(10)
- Process equipment(6)
Semiconductors(2548) Terms
- Δορυφόροι(455)
- Διαστημόπλοια(332)
- Συστήματα ελέγχου(178)
- Space shuttle(72)
Αεροπορία(1037) Terms
- Ballroom(285)
- Belly dance(108)
- Cheerleading(101)
- Choreography(79)
- Historical dance(53)
- African-American(50)
Dance(760) Terms
- Meteorology(9063)
- General weather(899)
- Atmospheric chemistry(558)
- Wind(46)
- Clouds(40)
- Storms(37)