Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > bífida

bífida

Dividido en dos lóbulos o partes iguales por una hendidura mediana.

0
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Gabriela Lozano
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 7

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Αρχαιολογία Category: Human evolution

laringe

The uppermost part of the windpipe, the sphincter guarding the entrance to the trachea and functioning as the sound-producing organ of the throat.

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

test

Κατηγορία: Other   1 1 Όροι

Glossary of environmental education

Κατηγορία: Εκπαίδευση   1 41 Όροι