Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > carboxilasa
carboxilasa
Enzima que cataliza la descarboxilación o carboxilación.
0
0
Βελτίωση
- Μέρος του λόγου: noun
- Συνώνυμο(α):
- Blossary:
- Κλάδος/Τομέας: Medical
- Category: Human genome
- Company: National Library of Medicine
- Προϊόν:
- Ακρώνυμο-συντόμευση:
Άλλες γλώσσες:
Τι θέλετε να πείτε;
Ορολογία Ειδήσεων
Featured Terms
Κλάδος/Τομέας: Medical Category: Medical research
medicina comunitaria
La especialidad que tiene a su cargo la salud y la enfermedad de una población o de una comunidad en particular. El objetivo es identificar los ...
Συμβάλλων
Διακεκριμένα γλωσσάρια
Browers Terms By Category
- Δημοσιογραφία(537)
- Τύπος(79)
- Δημοσιογραφία έρευνας(44)
Ειδήσεις(660) Terms
- Επενδύσεις σε Τράπεζες(1768)
- Personal banking(1136)
- General banking(390)
- Mergers & acquisitions(316)
- Mortgage(171)
- Initial public offering(137)
Τραπεζική(4013) Terms
- Καλλυντικά(80)
Καλλυντικά & φροντίδα του δέρματος(80) Terms
- Cardboard boxes(1)
- Wrapping paper(1)