Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > bacalao
bacalao
Una familia de peces con una textura escamosa y sabor suave.
0
0
Βελτίωση
- Μέρος του λόγου: noun
- Συνώνυμο(α):
- Blossary:
- Κλάδος/Τομέας: Seafood
- Category: General seafood
- Company: Red Lobster
- Προϊόν:
- Ακρώνυμο-συντόμευση:
Άλλες γλώσσες:
Τι θέλετε να πείτε;
Ορολογία Ειδήσεων
Featured Terms
Κλάδος/Τομέας: Αρχαιολογία Category: Evolution
deriva genética
Changes in the frequencies of alleles in a population that occur by chance, rather than because of natural selection.
Συμβάλλων
Διακεκριμένα γλωσσάρια
Browers Terms By Category
- Chocolate(453)
- Hard candy(22)
- Gum(14)
- Gummies(9)
- Lollies(8)
- Caramels(6)
Γλυκά και Ζαχαροπλαστική(525) Terms
- Poker(470)
- Chess(315)
- Bingo(205)
- Consoles(165)
- Παιχνίδα Υπολογιστή(126)
- Gaming accessories(9)
Παιχνίδια(1301) Terms
- ISO standards(4935)
- Six Sigma(581)
- Capability maturity model integration(216)
Quality management(5732) Terms
- Home theatre system(386)
- Television(289)
- Amplifier(190)
- Digital camera(164)
- Digital photo frame(27)
- Radio(7)