Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > compuesto

compuesto

Combinación química de dos o más elementos, como carbono y oxígeno en el dióxido de carbono (CO2).

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Natural environment
  • Category: Climate change
  • Company: BBC
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

michael.cen
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 13

    Οπαδοί

La válvula aórtica

La válvula aórtica es la entrada principal del corazón entre el ventrículo izquierdo y la aorta. La válvula aórtica puede verse afectada por una serie ...

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Ebola

Κατηγορία: Health   6 13 Όροι

ndebele informal greetings

Κατηγορία: Languages   1 12 Όροι