Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > acoplamientos

acoplamientos

A device that serves to connect one object to another, such as a device to connect an implement to a tractor or a horse to a wagon.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Agriculture
  • Category: General agriculture
  • Company: USDA
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Gabriela Lozano
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 7

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Biology Category: Anatomy

laringe

The larynx (plural larynges), commonly called the voice box, is an organ in the neck of mammals involved in protecting the trachea and sound ...

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Human Resources

Κατηγορία: Business   6 26 Όροι

Bugs we played as children

Κατηγορία: Animals   3 3 Όροι