Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > deshumidificador
deshumidificador
Es un aparato que regula la humedad en el aire de una casa o edificio.
0
0
Βελτίωση
- Μέρος του λόγου: noun
- Συνώνυμο(α):
- Blossary: Portable air conditioner
- Κλάδος/Τομέας: Household appliances
- Category: Air conditioners
- Company:
- Προϊόν:
- Ακρώνυμο-συντόμευση:
Άλλες γλώσσες:
Τι θέλετε να πείτε;
Ορολογία Ειδήσεων
Featured Terms
Chernobyl
Desastre ocurrido en la central eléctrica de Chernobyl en 1986, donde uno de los cuatro reactores nucleares de la planta explotó, resultando al menos ...
Συμβάλλων
Διακεκριμένα γλωσσάρια
tim.zhaotianqi
0
Όροι
40
Γλωσσάρια
4
Οπαδοί
10 Material Design Android apps you should be using right now
Κατηγορία: Τεχνολογία 1 10 Όροι
Browers Terms By Category
- General packaging(1147)
- Bag in box(76)
Packaging(1223) Terms
- Christmas(52)
- Easter(33)
- Spring festival(22)
- Thanksgiving(15)
- Spanish festivals(11)
- Halloween(3)
Festivals(140) Terms
- Ceramics(605)
- Fine art(254)
- Sculpture(239)
- Σύγχρονη τέχνη(176)
- Oil painting(114)
- Beadwork(40)
Πολεμικές τέχνες(1468) Terms
- Cooking(3691)
- Fish, poultry, & meat(288)
- Spices(36)
Culinary arts(4015) Terms
- Λεξιλόγιο SAT(5103)
- Κολέγια & Πανεπιστήμια(425)
- Teaching(386)
- Γενική εκπαίδευση(351)
- Higher education(285)
- Γνώση(126)