Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > masa fermentada

masa fermentada

An intermediate step in the dough making process, usually a fermented mixture of flour, yeast and liquids.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Agriculture
  • Category: General agriculture
  • Company: USDA
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Gabriela Lozano
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 7

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Αρχαιολογία Category: Human evolution

laringe

The uppermost part of the windpipe, the sphincter guarding the entrance to the trachea and functioning as the sound-producing organ of the throat.

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Baking

Κατηγορία: Food   1 2 Όροι

iPhone 6

Κατηγορία: Τεχνολογία   7 42 Όροι