Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > empleador

empleador

Una persona o empresa que emplea a uno o más personas por un salario o sueldo, la persona jurídica responsable del pago de impuestos trimestral del seguro de desempleo o de reembolsar al Fondo Estatal de desempleo beneficios del seguro de costos en lugar de pagar los impuestos trimestrales.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Labor
  • Category: Labor statistics
  • Company: U.S. DOL
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Hansi Rojas
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 3

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Κουλτούρα Category: Ανθρωποι

Sitio declarado Patrimonio Mundial de la UNESCO

Un sitio declarado Patrimonio Mundial de la UNESCO es un lugar que se encuentra en la lista de la organización de la UNESCO por su especial ...

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Blue Eye

Κατηγορία: Γεωγραφία   1 1 Όροι

Abenomics

Κατηγορία: Politics   1 3 Όροι