Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > evidencia
evidencia
Information offered to support a conclusion or judgment.
0
0
Βελτίωση
- Μέρος του λόγου: noun
- Συνώνυμο(α):
- Blossary:
- Κλάδος/Τομέας: Εκπαίδευση
- Category: Teaching
- Company: Teachnology
- Προϊόν:
- Ακρώνυμο-συντόμευση:
Άλλες γλώσσες:
Τι θέλετε να πείτε;
Ορολογία Ειδήσεων
Featured Terms
Κλάδος/Τομέας: Video games Category: Fighting games
bloqueo
Una acción defensiva que mitiga o nulifica el daño recibido. A menudo sólo bloquea los ataques que vienen desde ciertos ángulos y puede ser ...
Συμβάλλων
Διακεκριμένα γλωσσάρια
Browers Terms By Category
- Chocolate(453)
- Hard candy(22)
- Gum(14)
- Gummies(9)
- Lollies(8)
- Caramels(6)
Γλυκά και Ζαχαροπλαστική(525) Terms
- Health insurance(1657)
- Medicare & Medicaid(969)
- Life insurance(359)
- General insurance(50)
- Commercial insurance(4)
- Travel insurance(1)
Insurance(3040) Terms
- Legal documentation(5)
- Technical publications(1)
- Marketing documentation(1)
Documentation(7) Terms
- Βιομηχανική αυτοματοποίησης(1051)
Αυτόματες συσκευές(1051) Terms
- Cardboard boxes(1)
- Wrapping paper(1)