Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > escisión

escisión

Extirpación quirúrgica de un hueso o tejido.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Υγεία
  • Category: General
  • Company: CIGNA
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Sysop02
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 1

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Translation & localization Category: Translation

ladino

El ladino es un idioma antiguo que hablaban los judíos de España; es una mezcla de hebreo y español. Hoy en día, algunos descendientes todavía lo ...

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Paintings by Albrecht Dürer

Κατηγορία: Arts   2 19 Όροι

The Vampire Diaries Characters

Κατηγορία: Ψυχαγωγία   2 13 Όροι

Browers Terms By Category