Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > exoesqueleto

exoesqueleto

An external, often hard, covering or integument that provides support and protection to the body.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Biology
  • Category: Zoology
  • Company: Berkeley
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

michael.cen
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 13

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Ανθρωποι Category: Actresses

Eva Longoria

(1975 -) Eva Jacqueline Longoria es una actriz y modelo estadounidense, conocido por su papel de Gabrielle Solis en la serie de televisión de ...

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Fastest Growing Tech Companies

Κατηγορία: Τεχνολογία   2 7 Όροι

World's Geatest People of All Time

Κατηγορία: Ιστορία   1 1 Όροι