Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > flash
flash
Un dispositivo electrónico que produce una explosión de luz que el consumidor puede usar para producir una mayor exposición de la película.
0
0
Βελτίωση
- Μέρος του λόγου: noun
- Συνώνυμο(α):
- Blossary:
- Κλάδος/Τομέας: Consumer electronics
- Category: Digital camera
- Company: Canon
- Προϊόν: Mac OS X
- Ακρώνυμο-συντόμευση:
Άλλες γλώσσες:
Τι θέλετε να πείτε;
Ορολογία Ειδήσεων
Featured Terms
Κλάδος/Τομέας: Αρχαιολογία Category: Human evolution
laringe
The uppermost part of the windpipe, the sphincter guarding the entrance to the trachea and functioning as the sound-producing organ of the throat.
Συμβάλλων
Διακεκριμένα γλωσσάρια
Browers Terms By Category
- General Finance(7677)
- Funds(1299)
- Commodity exchange(874)
- Private equity(515)
- Accountancy(421)
- Real estate investment(192)
Financial services(11765) Terms
- Ceramics(605)
- Fine art(254)
- Sculpture(239)
- Σύγχρονη τέχνη(176)
- Oil painting(114)
- Beadwork(40)
Πολεμικές τέχνες(1468) Terms
- Misc restaurant(209)
- Culinary(115)
- Fine dining(63)
- Diners(23)
- Coffehouses(19)
- Cafeterias(12)
Restaurants(470) Terms
- Διαλέξεις(3667)
- Οργάνωση Εορτών(177)
- Έκθεση(1)