Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > injerto

injerto

Pedazo de tejido o material sintético que se pone en contacto con un tejido para reparar un defecto o suplir una deficiencia.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Υγεία
  • Category: General
  • Company: CIGNA
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Gabriela Lozano
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 7

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Υγεία Category: General

mandíbula

La quijada inferior.

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Disarmament

Κατηγορία: Politics   2 10 Όροι

2014 FIFA World Cup Venues

Κατηγορία: Σπορ   1 12 Όροι

Browers Terms By Category